- χολοιβόρος
- -ον, Ααυτός που κατατρώγει σαν χολή («φύρσας δὲ πληγῇσι χολοιβόρον ἰόν ἐρύξεις», Νίκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + -βόρος (< βορά), πρβλ. αἱμο-βόρος, θυμο-βόρος. Το -οι- του τ. για μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χολοιβόρον — χολοιβόρος eating like bile masc/fem acc sg χολοιβόρος eating like bile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)